(γάμος Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
δαΐκτωρ — ( ορος), ο (Α) [δαΐζω (Ι)] ο δαϊκτήρ … Dictionary of Greek
δαίκτορος — δαΐκτορος , δαΐκτωρ masc gen sg δαίκτωρ masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)